
Το εκλογικό αποτέλεσμα (μη αυτοδυναμία) επιδέχεται πολλές ερμηνείες:λιγότερο πιθανή είναι η εντολή για παράταση της ακυβερνησίας και περισσότερο πιθανή η “εντολή”για συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας.
Η κατάταξη των κομμάτων υποδηλώνει σαφώς ότι η λαϊκή εντολή δεν είναι να συγκροτηθεί κυβέρνηση της Αριστεράς. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα προϋπέθετε αυτοδυναμία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.,αφού προεκλογικά το μεν Κ.Κ.Ε. απέκλεισε οποιαδήποτε συνεργασία μαζί του η δε ΔΗΜ.ΑΡ. διαφωνούσε με την καταγγελία της δανειακής σύμβασης που αυτός πρότεινε.
Μία μάλλον λογικοφανής ανάγνωση των ποσοστών δείχνει ότι η πλειοψηφία των πολιτών δεν επιθυμεί το σχηματισμό κυβέρνησης καταγγελίας της δανειακής σύμβασης αλλά κυβέρνησης που θα προσπαθήσει να βελτιώσει ορισμένους δυσμενείς όρους του Μνημονίου.
Αυτό φυσικά προϋποθέτει όχι απλώς διερεύνηση των προθέσεων των αντισυμβαλλομένων μας αλλά -ή μάλλον:ιδίως- άσκηση πίεσης προς αυτούς. Δηλαδή διαπραγμάτευση.
Ο αυτοαποκλεισμός του ΣΥΡΙΖΑ από τη συμμετοχή σε μία κυβέρνηση συνεργασίας και η αυτοτοποθέτησή του στην Αξιωματική Αντιπολίτευση,όπως άλλωστε είχε τυπικά το δικαίωμα,“μετακυλύει”την ευθύνη αναζήτησης κυβερνητικής λύσης στα άλλα κόμματα,που δήλωσαν ότι θα προτιμούσαν το σχηματισμό κυβέρνησης με τη συμμετοχή και της συγκεκριμένης πολιτικής δύναμης.
Φυσικά κάθε κόμμα έχει το τυπικό δικαίωμα να εξαρτά τη συμμετοχή του σε κυβέρνηση συνεργασίας από οποιεσδήποτε προϋποθέσεις επιθυμεί. Και προφανώς ο καθένας θεωρεί λογικές και ορθές τις δικές του απόψεις.
Αν αληθεύει η παραδοχή ότι τα ελληνικά κόμματα δεν διεκδικούν την ιδεολογική ομοιογένεια μεταξύ τους -άλλωστε αυτό θα αποτελούσε παγκόσμια πρωτοτυπία- άλλο τόσο αληθεύει και ότι ο φιλοευρωπαϊκός προσανατολισμός ορισμένων από αυτά δεν συνιστά επαρκές στοιχείο για να εγκαθιδρύσει μεταξύ τους ιδεολογική συγγένεια.
Περαιτέρω,αν γίνει δεκτό πως έχουν και σήμερα νόημα στη χώρα μας όροι όπως ευρωπαϊκή “σοσιαλδημοκρατία”,“Κεντροαριστερά”,“Κεντροδεξιά”,“φιλελεύθερη”και “λαϊκή”“Δεξιά”,δηλαδή ένα ιδεολογικό φάσμα που περιλαμβάνει το “Κέντρο”αλλά και το προσδιορίζει μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς,είναι σαφές ότι το πρώτο σε δύναμη έδρες κόμμα (Ν.Δ.) δεν έχει με το τρίτο (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) και το τέταρτο (ΔΗΜ.ΑΡ.) την ιδεολογική συγγένεια που φαίνεται να έχουν αυτά τα δύο μεταξύ τους.
Όσο και αν θα φάνταζε ως «φυσικότερη» μία κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ κομμάτων της «κεντροαριστεράς» (ΣΥ.ΡΙΖ.Α.,ΠΑ.ΣΟ.Κ.,ΔΗΜ.ΑΡ.),στην πράξη ο προεκλογικός προγραμματικός λόγος τους καθιστά όχι απλώς δυσχερή αλλά εκ προοιμίου αδύνατη τη συνεργασία και των τριών.
Αντίστοιχα,αν καταρχήν ξενίζει μία συνεργασία Ν.Δ.,ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ΔΗΜ.ΑΡ.,αυτό οφείλεται στην έλλειψη «κουλτούρας» συνεργασιών στη χώρα μας για λόγους που ιστορικά σχετίζονται με τη διαμόρφωση του κομματικού μας συστήματος και δεν μπορούν να εκτεθούν εδώ.
Τώρα,εφόσον αποδεχθούν ως αναγκαστική την εξεύρεση κυβερνητικής λύσης,αυτά τα τρία κόμματα καλούνται να συνεννοηθούν και να σχηματίσουν κυβέρνηση την οποία κοινοβουλευτικά θα περιβάλουν με την εμπιστοσύνη τους για να εφαρμόσει την πολιτική που θα συμφωνήσουν μεταξύ τους.
Δεν είναι προφανής η απάντηση στο ερώτημα αν η πολιτική αυτή θα είναι εκείνη που θα εφάρμοζε το καθένα από αυτά,εάν διέθετε αυτοδύναμη πλειοψηφία.
Συνεργασία δεν σημαίνει αλλοίωση της ιδεολογικής φυσιογνωμίας των συμμετεχόντων αλλά συνεισφορά των ιδεολογικών αρχών και αξιών του καθενός στη χάραξη πολιτικής -εφόσον βέβαια κάποιος θεωρεί ότι έχει νόημα και λειτουργικότητα αυτή η συνεισφορά.
Σε μία κυβέρνηση του κόμματος της “κεντροδεξιάς”σχετικής πλειοψηφίας μπορεί να αποβεί εξαιρετικά γόνιμο το “πρόσημο”δύο κομμάτων της κεντροαριστεράς,η συμμετοχή των οποίων θα σχηματίσει αριθμητικά την κυβερνητική πλειοψηφία και -το κυριότερο- θα συνδιαμορφώνει αξιόπιστα την κυβερνητική πολιτική. Δηλαδή η κυβέρνηση θα εξαρτάται από την εμπιστοσύνη τους.
Αντίστροφα,σε μία κυβέρνηση του κομματικού σχηματισμού της “ριζοσπαστικής αριστεράς”(αν υποτεθεί ότι καταλάμβανε την πρώτη θέση) δεν θα ήταν χωρίς σημασία η όποια συνεισφορά του κόμματος της κεντροδεξιάς από κοινού με αυτήν του κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας και της “δημοκρατικής αριστεράς”.
Σε κάθε περίπτωση και η κοινοβουλευτική μειοψηφία,ιδίως η αξιωματική αντιπολίτευση,καλείται να διαδραματίσει το ρόλο της με την υπευθυνότητα που επιβάλλει η θεσμική της θέση.
Στάση πολιτικής ευθύνης χαρακτηρίζει ο καθένας τη δική του στάση,όποια κι αν είναι,αφού θα ήταν παράλογο να αυτοχαρακτηρίζεται κάποιος ανεύθυνος.
Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ,που θεωρούσε και θεωρεί αδύνατη τη συμμετοχή του σε οποιοδήποτε κυβερνητικό σχήμα,αν αυτό δεν υιοθετεί τις δικές του και μόνο απόψεις. Συμβαίνει και στην περίπτωση της Ν.Δ.,του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της ΔΗΜ.ΑΡ.,που θα κληθούν στο δύσκολο «στοίχημα» όχι της συγκυβέρνησης αλλά της σύνθεσης απόψεων και του μετασχηματισμού τους σε κυβερνητική πολιτική.
Μετά τις εκλογές της 6 Μαΐου είχε διατυπωθεί η άποψη ότι επιβάλλεται η συγκρότηση κυβέρνησης με τη συνεργασία και των τεσσάρων,ενώ πριν από τις εκλογές της 17 Ιουνίου είχε διατυπωθεί η άποψη ότι επιβάλλεται πάντως η συμμετοχή και του δεύτερου σε δύναμη ψήφων κόμματος.
Η συνεχιζόμενη άρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να συνεργαστεί με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και η εμμονή των τελευταίων να συγκροτήσουν κυβέρνηση χωρίς αυτόν μπορεί να οδηγήσει και πάλι σε εκλογές.
Στη φάση αυτή είναι θέμα του καθενός να αξιολογήσει πια είναι η πιο συνετή και εθνικά επωφελέστερη λύση.
Το πόσο υπεύθυνο είναι κάποιος να αποποιείται ή να παρέχει τη συμμετοχή του,είναι κάτι που δεν θα κριθεί με όρους του παρόντος συμβατικού χρόνου.
Ο στοιχειώδης σεβασμός προς τους ψηφοφόρους,η πολιτική αξιοπρέπεια και ο σεβασμός στο θεσμικό τους ρόλο επιβάλλουν στα κόμματα να μετασχηματίσουν τον προεκλογικό λόγο τους σε μετεκλογική πράξη και να διαβουλευτούν αξιοποιώντας αν όχι τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών οπωσδήποτε τη συνάντηση των αρχηγών τους με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Άμεσα.