
Ως λαϊκισμός ορίζεται “ο πολιτικοκοινωνικός τρόπος σκέψη που αντιπαραβάλλει τα συμφέροντα και τις επιθυμίες της μάζας του λαού,ενάντια στις ελίτ”. Επιστημονικά,ο ορισμός αυτός είναι αξιολογικά ουδέτερος,στην πορεία όμως απέκτησε φορτισμένη ιδεολογικά χροιά. Πλήθος πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων οφείλουν τη μεγάλη τους απήχηση ακριβώς στο λαϊκίστικο υπόβαθρό τους.
Έχει επίσης παρατηρηθεί ιστορικά ότι κάθε οικονομική κρίση λειτουργεί ως κοινωνικό προσάναμμα του πολιτικού λαϊκισμού. Τα τελευταία χρόνια,σε Ευρώπη και Αμερική,ο λαϊκίστικος πολιτικός λόγος βρίσκεται σε έξαρση και διατυπώνεται τόσο από φορείς της Αριστεράς,όσο και της Δεξιάς. Η μεν Αριστερά οδηγείται σε έναν ολοένα αυξανόμενο εξτρεμισμό,ο οποίος αμφισβητεί αρκετές από τις εσωτερικές της μεταλλάξεις από τη 10ετία του ‘60 και μετά,ενώ στη άλλη πλευρά,ο χώρος της “ριζοσπαστικής Δεξιάς”ισχυροποιείται ολοένα και περισσότερο.
Ο “αριστερός”λαϊκισμός στοχοποιεί κυρίως τις οικονομικές ελίτ. Ο “δεξιός”,επίσης στοχοποιεί τις οικονομικές ελίτ,αλλά κυρίως εχθρεύεται τις ελίτ της γνώσης. Τους “κουλτουριάρηδες”,τους “κοσμοπολίτες”,τους “νεοταξίτες”(ό,τι και αν σημαίνει αυτό…) όσους απεργάζονται διάφορα “κακά”πράγματα,από την παγκόσμια διακυβέρνηση,μέχρι την… “πολτοποίηση”των εθνών.
Στον πειρασμό του λαϊκισμού υποπίπτουν με ευκολία πολιτικοί όλων των χώρων και χωρών. Στις ΗΠΑ π.χ. η καμπάνια Ομπάμα,ιδίως στη φάση των προκριματικών εκλογών του Δημοκρατικού Κόμματος,είχε δώσει απόλυτη έμφαση στα αντισυστημικά χαρακτηριστικά του νεαρού τότε Γερουσιαστή. Η εικόνα που προέβαλε ο Ομπάμα ήταν του πολιτικού “out comer” ο οποίος θα αλλάξει την Ουάσιγκτον,σε αντίθεση με τη «συστημική» υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον. Σήμερα,το Tea Party δίνει το δικό του ρεσιτάλ λαϊκισμού ενάντια στις ελίτ της αμερικανικής πρωτεύουσας,στη διαννόηση των δύο ακτών των ΗΠΑ,τον ΟΗΕ,την Παγκόσμια Τράπεζα,κλπ. Στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη,τα κινήματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς (Ολλανδία,Φιλλανδία,Αυστρία,κ.α.) αποκτούν ολοένα μεγαλύτερη απήχηση επενδύοντας στο τρίπτυχο:ΕΕ-Ισλάμ-εθνική προτίμηση (“Πρώτα οι Αυστριακοί”,κλπ). Ενώ στη Νότια Ευρώπη η ριζοσπαστική Αριστερά κερδίζει έδαφος (εκλογικά,αλλά και σε επίπεδο πολιτικού λόγου) έναντι τις (“συμβιβασμένης”) μετριοπαθούς σοσιαλδημοκρατίας.
Επιχειρώντας μια συνοπτική αιτιολόγηση του αναδυόμενου λαϊκισμού των ημερών μας θα λέγαμε ότι η έξαρσή του υποστηρίζεται – μεταξύ άλλων – από παράγοντες όπως:
- Η κρίση εμπιστοσύνης του πολιτικού συστήματος και της αντιπροσώπευσής του. Γεγονός που με τη σειρά του ενισχύει στον “αντικατεστημένο”λόγο,εκθειάζει την “απολίτικη”,μη-κομματική δράση,μυθοποιεί ιδεότυπους όπως η “άμεση Δημοκρατία”,αμφισβητεί θεσμοθετημένες διαδικασίες διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων.
- Η κυριαρχία του απλουστευτικού λόγου. Τόσο μέσω της τηλεόρασης,όσο και μέσω του διαδικτύου,η κυριαρχία του “ρηχού”,μανιχαϊκού λόγου είναι σχεδόν απόλυτη. Αυτό συμβάλλει στην κάθετη κοινωνική διαίρεση μεταξύ “προνομιούχων”και “μη προνομιούχων”,(“καλών”και “κακών”),η οποία είναι επίσης βασικό χαρακτηριστικό του λαϊκισμού.
- Η έμφαση στην υπεράσπιση κεκτημένων. Ενώ παλαιότερα το κυρίαρχο αίτημα ήταν η συμμετοχή των πλατιών μαζών στην πολιτική και στην οικονομική διαδικασία,μια “εξωστρεφής”,δηλαδή,διαδικασία,σήμερα το κυρίαρχο αίτημα είναι η διατήρηση του υφιστάμενου στάτους. Η οικονομική κρίση που απειλεί με καθοδική κοινωνική κινητικότητα μεγάλες μάζες πολιτών,αλλά και η έξαρση “σύγχρονων”προβλημάτων (π.χ. μετανάστευση) αυξάνουν τα ευήκοα ώτα που είναι πρόθυμα να υιοθετήσουν συνθήματα παντός είδους προστατευτισμού και να στοχοποιήσουν ότι απειλεί το υφιστάμενο στάτους και κυρίως τις “ελίτ”που δρομολογούν τις όποιες αλλαγές.
Γιατί τα γράφουμε όλα αυτά;Γιατί,καλώς ή κακώς,ο λαϊκισμός είναι αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής διαδικασίας σε όλο τον κόσμο. Λαϊκισμός και ρεαλιστική διαχειριστική λογική συνυπάρχουν στις κοινωνίες και αναλόγως με τη συγκυρία ή την πολιτική δεξιότητα κάθε φορέα ο ένας κατισχύει του άλλου,χωρίς όμως να τον εκμηδενίζει. Σε αυτή τη συνεχή διαπάλη,τα ξόρκια ή τα αναθέματα ελάχιστα μπορούν να προσφέρουν. Πολύ περισσότερο σε περιόδους έλλειψης εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς του. Σε μια εποχή,όπως η σημερινή,όπου η αξιοπιστία της πολιτικής είναι στο ναδίρ,πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις δύσκολα μπορούν να προχωρήσουν χωρίς λαϊκή συναίνεση. Και καμία συναίνεση δεν δημιουργείται χωρίς ένα πειστικό αφήγημα,το οποίο περιλαμβάνει και τις πλατιές λαϊκές μάζες. Ο λαϊκισμός – με την ουδέτερη,μη αξιολογική έννοιά του – καθορίζει την πειστικότητα και το εύρος της απήχησης ενός αφηγήματος. Οπότε καλό είναι να έχουμε κατανοήσει πώς λειτουργεί,όσο καλύτερα γίνεται.
Δημοσιεύθηκε στην Κυπριακή Καθημερινή,21.8.2011