
Οι σκέψεις για τον ιδεολογικό και οργανωτικό αναπροσδιορισμό ενός πολιτικού χώρου,μίας παράταξης ή ενός κόμματος μπορούν να είναι γόνιμες οποτεδήποτε και αν διατυπώνονται –είτε είναι συστηματοποιημένες είτε όχι,σε όποιες λέξεις κι αν συνοψίζονται (αυτοδιάλυση,ανασυγκρότηση,ανασύνταξη,αναγέννηση,αναδιοργάνωση κλπ.). Μπορεί να εκφράζουν αγωνία για ένα συλλογικό ή ατομικό μέλλον,να συνιστούν δημιουργική ή άγονη κριτική.
Έστω και αν δημιουργούν ερωτηματικά ή σύγχυση ως προς τις προθέσεις,έχουν ένα θετικό στοιχείο:προκαλούν διανοητική κινητικότητα και ιδεολογική εγρήγορση.
Κατά καιρούς διατυπώνονται προβληματισμοί για την οργανωτική ανασυγκρότηση των δυνάμεων της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας στο πολιτικό πλαίσιο της ευρύτερης “κεντροαριστεράς”. Ορισμένες ιδεολογικοπολιτικές αναζητήσεις παρουσιάζονται από πρόσωπα χωρίς εισέτι δηλωμένη κομματική ένταξη. Άλλες από πρόσωπα με κυβερνητικό παρελθόν,χωρίς αυτό να είναι εξ ορισμού “ενοχοποιητικό”,αν δεν πρόκειται να προσπάθεια να καλυφθούν “αναδρομικά”αδράνειες,αποσπασματικές παρεμβάσεις ή σιωπές του παρελθόντος από τα ίδια αυτά πρόσωπα.
Οι πρόσφατες σχετικές αναφορές αποτελούν άραγε τακτικισμό και συγκυκριακή αντίδραση στην κινητικότητα που προεκλογικά εμφανίζεται με στόχο τη συνεργασία των δυνάμεων της “κεντροδεξιάς”;Μήπως πρόκειται για κάτι πολιτικά πιο “ειλικρινές”και ιδεολογικά πιο “αυθεντικό”,που σχετίζεται με την απώλεια μεγάλου μέρους της εκλογικής δύναμης του ΠΑ.ΣΟ.Κ.;Επιδιώκεται μήπως έτσι απάντηση στο ερώτημα:“πού είναι η παράταξη”,η οποία γεννήθηκε με το βλέμμα στραμμένο στο δημοκρατικό σοσιαλισμό και έφθασε να εκφράσει μέσα από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. πολλές εκδοχές και της Αριστεράς;
Με άλλα λόγια:γιατί εκδήλωσε άλλη εκλογική προτίμηση τεράστιο τμήμα ψηφοφόρων που μέχρι πριν από δύο χρόνια αισθάνονταν ότι εκπροσωπούνται από το κόμμα αυτό;
Που θεωρούσαν ότι δεν παύει να αποτελεί ζητούμενο (γιατί δεν είναι ποτέ δεδομένο) το κεκτημένο του κοινωνικού κράτους,που στην ευρωπαϊκή του εκδοχή δεν επιδίδεται σε φιλανθρωπίες αλλά έχει το βλέμμα στραμμένο στον άνθρωπο ως μέλος της κοινωνίας,στην οικογένεια και κυρίως στις αδύνατες κοινωνικές ομάδες.
Που σκέπτονταν ότι η άσκηση εξουσίας δεν είναι χωρίς προβλήματα,λάθη και αστοχίες,είδαν όμως και αυτή την παραδοχή να μετατρέπεται σε ανέξοδο άλλοθι.
Που βίωσαν ποιος,πότε αλλά και πόσο πολέμησε τις ανισότητες της αγοράς μέσα στην κοινωνία που οδηγούν οδηγεί στη βία και τον αυταρχισμό,ποιος θέλησε το κράτος βασισμένο στη συμμετοχή ενός πολίτη που δεν ιδιωτεύει,ποιος πρόταξε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια σε ένα κράτους που δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα.
Που είδαν εισαγωγή θεσμών (μιας ατελούς έστω) διαβούλευσης και άμεσης συμμετοχικής δημοκρατίας,το κόμμα τους να σκοντάφτει σε συντεχνίες που εξέθρεψε η παθογένεια της διακυβέρνησης,δείχνοντας ότι οι καλές προθέσεις είναι επιβλαβείς αν δεν υλοποιούνται.
Που σκέφτηκαν ότι το κόμμα τους βρέθηκε στη δίνη μιας κρίσης,για την οποία οι ευθύνες δεν βαρύνουν μόνο το ίδιο,έδειξε αρχικά μια διαχειριστική αδράνεια και δεν απέφυγε τη λήψη σκληρών και άδικων μέτρων,πιστεύοντας ότι έτσι διαφυλάσσει και όχι ότι καταστρέφει το μέλλον. Που αναλογίστηκαν μήπως οι θυσίες δεν πιάσουν τόπο,αν η δοκιμασία και η κρίση θα είναι διαρκείς και καταστροφικές.
Όσοι προεκλογικά σώπασαν,όσοι επιλεκτικά εκφράστηκαν τώρα για τη μετεκλογική προοπτική του χώρου της “κεντροαριστεράς”ή της σοσιαλδημοκρατίας,να έχουν μήπως στο νου τους το “πλασάρισμα”(αναδιάταξη,τοποθέτηση) προσώπων και ομάδων την επόμενη μέρα;Αυτή είναι μια εύκολη μομφή. Αν αληθεύει,αναφέρεται σε μια μυωπική προσέγγιση.
Όπως μυωπικό είναι να εστιάζει κανείς στο εάν δικαιώθηκε ο προηγούμενος αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. σε μείζονες πολιτικές επιλογές,αν έκανε στοιχειώδη αυτοκριτική για τις κομματικές και κυβερνητικές επιλογές του. Και ακόμη πιο μυωπικό να θεωρεί κάποιος ότι για να καινοτομήσει αρκεί μόνιμο στοιχείο της ρητορικής του να αποτελεί η καταγγελία των παθογενειών του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος.
Αυτή την ώρα:
* το κόμμα της συντηρητικής (ή επί το πολυσυλλεκτικότερο “Κεντροδεξιάς”) παράταξης,κατά την κυβερνητική θητεία του οποίου κατέστη αδύνατη η στοιχειώδης έστω διαχείριση και ο εντοπισμός της επικινδυνότητας της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης του 2007-2008,προηγείται δημοσκοπικά του κόμματος το οποίο ανέλαβε να κυβερνήσει μεσούσης της κρίσης και καθυστέρησε να λάβει δραστικά μέτρα,ώστε να του αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά η ευθύνη για τα αποτελέσματα της κρίσης και στη χώρα μας.
* κυριαρχεί η αντίληψη ότι η οικονομική κρίση ξεκίνησε στην Ελλάδα στα τέλη του 2009 και ότι τότε άρχισαν να καθίστανται εμφανείς οι παθογένειες όχι της κοινωνίας αλλά του (υποτίθεται) ερήμην αυτής διαμορφωμένου πολιτικού και κομματικού συστήματος της μεταπολίτευσης.
* είναι γενικευμένη η επιθυμία αποκήρυξης (ή μήπως και εξορκισμού;) του κακού συλλογικού εαυτού μας,αφού σπεύδουμε ως κοινωνία να αυτοανακηρυχτούμε «αθώοι του αίματος»,για να ζητήσουμε «τα ρέστα» απεκδυόμενοι των ευθυνών μας δια της εσπευσμένης δήθεν ριζοσπαστικοποίησης της εκλογικής μας συμπεριφοράς.
* ένας συνασπισμός δυνάμεων της Αριστεράς επιχειρεί να αρθρώσει πολιτικό λόγο με πολυσυλλεκτική στόχευση,όχι για να συνθέσει τις διαφορετικές φωνές εντός του αλλά για να ακυρώσει και να θυσιάσει στον ελκυστικό βωμό του εκλογικού οφέλους το βασικό οργανωτικό του χαρακτηριστικό,να είναι δηλαδή όχι ένα και ενιαίο κόμμα με πολλές τάσεις αλλά συνασπισμός περισσότερων κομμάτων –στρατηγική επιλογή που ίσως εκθέτει κάποιους στην κατηγορία για έλλειψη «αριστερής παιδείας».
Αυτή την ώρα μπορεί πράγματι να τεθεί το ερώτημα εάν οι δυνάμεις που αισθάνονται κοντά στις ιδέες της ευρωπαϊκά προσανατολισμένης “Κεντροαριστεράς”ή σοσιαλδημοκρατίας,πρέπει να αναζητήσουν την εκλογική τους εκπροσώπηση στο ΠΑ.ΣΟ.Κ.,που παρά το μικρό τώρα εκλογικό του ποσοστό εξακολουθεί να εκφέρει ένα λόγο με χαρακτηριστικά πολυσυλλεκτικότητας διεκδικώντας τη συμβολή του στη διαμόρφωση μιας βιώσιμης κυβερνητικής πρότασης και λύσης.
Από την Ευρώπη δόθηκε μία απάντηση:Η πρόσκληση του Προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. από το σοσιαλιστή F. Hollande λίγο μετά την εκλογή του τελευταίου ως Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας,η συνάντηση του κ. Βενιζέλου με ομολόγους του της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στις Βρυξέλλες,τον Πρόεδρο της Ομάδας Προοδευτικής Συμμαχίας Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος) και το σοσιαλιστή Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Αθήνα.
Αυτά ερμηνεύτηκαν ως ισχυρό νεύμα για συνεργασία και συνεννόηση. Και συνιστούν ευκρινή και έντονο πολιτικό συμβολισμό,επειδή μέσα στην πιο δύσκολη προεκλογική περίοδο της μεταπολίτευσης ήλθε η επιβεβαίωση και η ανανέωση των δεσμών του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με τη μεγάλη πολιτική “οικογένεια”της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (στην εγχώρια ιδιόλεκτο:“κεντροαριστεράς”,αν το θέμα είναι ορολογικό). Ένα είδος ιδεολογικής “πιστοποίησης”–θα έλεγαν οι πιο “πραγματιστές”.
Η αναγκαιότητα ανάληψης πρωτοβουλιών ουσίας και όχι εντυπώσεων σε οργανωτικό επίπεδο έχει επίσημα εξαγγελθεί. Άλλωστε η συζήτηση για τα οργανωτικά κάθε κομματικού φορέα,δηλαδή για τη λειτουργία του,είναι προϋπόθεση για την επιβίωση και την ύπαρξή του. Αρκεί,όμως,όχι οι μετέχοντες να πείθουν ότι είναι ειλικρινείς,αλλά να υπάρχουν μετέχοντες και ενδιαφερόμενοι.
Το μήνυμα των ευρωπαίων σοσιαλιστών προς το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αφορά και την ιδεολογική του ταυτότητα. Είναι το μήνυμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας για ενότητα και δυναμική του χώρου ως στοιχείου αναγκαίου για να συμβάλει σε πρόταση και λύση διακυβέρνησης.
Το μήνυμα είναι πολύ ηχηρό για να αγνοηθεί ή για να χαρακτηριστεί συγκυριακό. Η διαδικασία των διερευνητικών εντολών και των διαβουλεύσεων για το σχηματισμό κυβέρνησης θα κινηθεί και μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου.