
Η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα πολύ κρίσιμο σταυροδρόμι και τα χρόνια που έρχονται –αν όχι οι μήνες– θα είναι αποφασιστικά για την περαιτέρω πορεία της,ιδιαίτερα στην παρούσα φάση μιας κάποιας έντασης στις γαλλο-γερμανικές σχέσεις,που είναι και το ισχυρό υπόβαθρο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Στο πλαίσιο αυτό,πρέπει να θεωρείται βέβαιη η ενίσχυση της ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ),η οποία θα οδηγήσει και στην θεμελίωση μιας κοινής,λίγο έως πολύ,ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής. Όλα αυτά σημαίνουν περισσότερη Ευρώπη και λιγότερη “εθνική πολιτική”για τις 27 χώρες μέλη της ΕΕ,κάτι που οδηγεί και στην πλήρη αποδυνάμωση των πελατειακών πολιτικών σχέσεων οι οποίες υπάρχουν,αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο,στις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.
Στην βάση αυτών των δεδομένων,η Ελλάδα και η σημερινή κυβέρνηση συνεργασίας που ασκεί την εξουσία θα πρέπει και τολμηρές αποφάσεις να πάρουν και βαθειές μεταρρυθμίσεις να πραγματοποιήσουν σε χρόνο μηδέν. Σε κάθε περίπτωση δε,η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της είναι για την χώρα μας εκ των ων ουκ άνευ. Υπό αυτές τις συνθήκες,η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη αποτελεί την απολύτως αναγκαία,αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την επάνοδό της στην ομαλότητα,την διεθνή αξιοπιστία,την αξιοπρέπεια και την αυτοδύναμη ανάπτυξη –και θα πρέπει να συνδυαστεί και με την εκ νέου επιβεβαίωση της αποτελεσματικής λειτουργίας των θεσμών και των μηχανισμών της οικονομίας μας εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου αναφοράς.
Η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει την ανάκαμψη και την ανάπτυξη της οικονομίας της μόνον αν έχει ενστερνιστεί και εφαρμόζει τους ισχύοντες κανόνες ως πλήρες μέλος της ζώνης του ευρώ. Μόνον έτσι θα αποκατασταθεί και πάλι η ομαλή λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας της,η ελκυστικότητα της χώρας στον τομέα της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων,η ανταγωνιστική αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων και των επιχειρήσεων και η ουσιαστική μείωση της ανεργίας και της φτώχειας. Όλα αυτά ήσαν και είναι αναγκαία.
Ωστόσο,όπως πολύ σωστά επισημαίνεται στο εβδομαδιαίο δελτίο της Alpha Bank,η ενίσχυση στις εκλογές της 17ης Ιουνίου της δύναμης αντιπροσώπευσης των πολιτικών κομμάτων που αντιτίθενται στην δημοσιονομική προσαρμογή και στις μεταρρυθμίσεις,που είναι απολύτως αναγκαίο προαπαιτούμενο,αποτελεί σαφή ένδειξη των επιπτώσεων στο εκλογικό σώμα των υπέρμετρα επώδυνων μέτρων που έχουν ληφθεί και τα οποία κατανέμονται με ανισομερή και εν πολλοίς μονόπλευρο τρόπο.
Ειδικότερα,η εντυπωσιακή μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα,ιδιαίτερα αυτές που οδηγούν στη εσωτερική υποτίμηση,φαίνεται να επιβάλλονται χωρίς ουσιαστικά καμμία πρόνοια για τον κατά το δυνατόν περιορισμό του κόστους τους στην οικονομία και την κοινωνία και χωρίς εμφανή προσπάθεια για περιορισμό των επιπτώσεών τους στην εμβάθυνση της ύφεσης και στην αλματώδη αύξηση της ανεργίας.
Δεν εφαρμόστηκαν έως τώρα πολιτικές που θα συνέβαλαν στην συγκράτηση της ύφεσης,στην βελτίωση και όχι την συνεχή επιδείνωση του οικονομικού κλίματος στην χώρα,και στην επίσπευση της ανάκαμψης της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί,οι εργασίες εκτέλεσης πολλών κρίσιμων επενδυτικών προγραμμάτων έχουν διακοπεί,το συγχρηματοδοτούμενο επενδυτικό πρόγραμμα ΕΣΠΑ 2007-2013 υποεκτελείται,σημαντικά επενδυτικά προγράμματα συνεργασίας του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα έχουν εγκαταλειφθεί. Η ανάκαμψη αναβάλλεται συνεχώς,από το δεύτερο τρίμηνο του 2011,στο 2012,στο 2013 και τελικά στο 2014 –και κάθε φορά,αντί για την επιδιωκόμενη ανάπτυξη,έχουμε μεγαλύτερη ύφεση. Ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας,όπως οι κατασκευές και οι επιχειρήσεις που εξαρτώνται από το κράτος,τίθενται ολοκληρωτικά εκτός λειτουργίας και καταστρέφονται αντί να ανασυγκροτούνται.
Με τα ανωτέρω και με τις ανεδαφικές πρακτικές και πολιτικές επιβολής των μέτρων προσαρμογής,η ελληνική οικονομία οδηγήθηκε σε έναν ανεξέλεγκτο φαύλο κύκλο ύφεσης-καταστροφής του οικονομικού κλίματος-μεγαλύτερης ύφεσης,για να καταλήξει σήμερα σε μία παγίδα αυτοτροφοδοτούμενης πτωτικής πορείας με εξαιρετικά επικίνδυνες επιπτώσεις,ακόμη και στους βασικούς θεσμούς λειτουργίας της οικονομίας. Η ελληνική οικονομία μπορεί τώρα να ξεφύγει από την παγίδα αυτή μόνον με σημαντική και συντονισμένη χρηματοδοτική ώθηση για την ανάκαμψη και την ενίσχυση βασικών κλάδων της οικονομίας,ξεκινώντας από τις επενδύσεις που εξαρτώνται από το κράτος.
Ειδικότερα,απαιτείται η προσέλκυση σημαντικών ξένων επενδυτικών κεφαλαίων,μέσω της υλοποίησης του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων (στους τομείς της ενέργειας,των λιμένων και των περιφερειακών αεροδρομίων,των συνδυασμένων μεταφορών,των περιβαλλοντικών πάρκων,των μεγάλων επενδύσεων στον τουρισμό) και της αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου,καθώς και λόγω της σημαντικής βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσω των δραστικών μεταρρυθμίσεων,ιδιαίτερα στην αγορά εργασίας.
Όλα τα παραπάνω απαιτούν ταχύτατες λήψεις αποφάσεων και αντιγραφειοκρατικές διαδικασίες υλοποίησης των τελευταίων. Απαιτούν,όμως,και την ενεργό συμμετοχή του ελληνικού λαού –τμήμα του οποίου,υπό την πίεση των ιδεοληψιών και των απίθανων διαδικτυακών ψευδών και διαστρεβλώσεων,αδυνατεί να κατανοήσει ποιοι είναι οι φίλοι του και ποιοι οι εχθροί του. Γι αυτό,το φάντασμα της κατάρρευσης θα πλανάται έντονα πάνω από την χώρα για αρκετό καιρό ακόμα…