
Η σημερινή Ένωση υπήρξε εξ αρχής ένα διεθνές μόρφωμα ιδιότυπο. Η διαφοροποίηση της από τους υπόλοιπους Διεθνείς και Περιφερειακούς οργανισμούς που δέσποζαν και δεσπόζουν στο διεθνές σύστημα έγκειται σε πολλές παραμέτρους τόσο σε επίπεδο τεχνικής και θεσμικής οργάνωση όσο και σε επίπεδο θεωρητικού μοντέλου εξέλιξης. Η εγγενής αυτή ιδιοτυπία της ένωσης που αποτελεί ένα ξεχωριστό παράδειγμα στην θεωρία των Διεθνών Οργανισμών,διαχέεται σε όλους τους τομείς και τις εκφάνσεις της λειτουργίας της,ακόμα και στην κρίση της.
Η κρίση βρήκε την Ευρώπη απροετοίμαστη. Τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμά της και ενώ έχει παραδώσει 4 μέλη της στα σπλάχνα της ύφεσης,βρίσκεται μπροστά σε ένα μεγάλο σταυροδρόμι που έχει θεωρητικό και πολιτικό χαρακτήρα. Από τη μία πλευρά βλέπει τον δρόμο του ευρωομολόγου,της δημοσιονομικής ένωσης και κατ’επέκταση της περισσότερο ομοσπονδιακής Ευρώπης,και από την άλλη το γνωστό -αλλά με νέα δεδομένα- μονοπάτι του νεολειτουργισμού,με τις πολιτικές να προχωρούν ταχύτερα παρεισφρύοντας εντονότερα η μία εντός της άλλης και με τη διαδικασία του spillover να λαμβάνει εντελώς νέες διαστάσεις,πολύ διαφορετικές από ότι είχε ονειρευτεί ο Lindberg στις αρχές του 1950.
Η σύνοδος της 28ης Ιουνίου,φημολογoύταν πως θα είναι έκδηλη αυτού του διλλήματος και πως θα δώσει στην Ένωση μια δυνατή σπρωξιά προς μια εκ των δυο κατευθύνσεων. Αυτό δεν συνέβη ποτέ. Αν και η διαμάχη για το ποιος είναι ο πλέον κατάλληλος δρόμος για την ένωση είναι ζωηρή,το ζήτημα δεν επικεντρώνεται στον δρόμο αλλά στα πρόσωπα.
Διαβάζοντας,ακούγοντας και κατανοώντας το ευρωπαϊκό οικοδόμημα στην σύγχρονη μορφή του,δηλαδή από το 1991 και μετά,γίνεται αντιληπτό πως είναι σθεναρή η απουσία μεγάλων πολιτικών προσωπικοτήτων,τόσο σε διακυβερνητικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο. Ως απόρροια της συγκεκριμένης απώλειας διαφάνηκε και η έλλειψη πολιτικής βούλησης για «περισσότερη Ευρώπη». Η δράση και οι διακηρύξεις των αρχηγών των κρατών μελών αρκέστηκαν σε δειλά βήματα προόδου,ενώ έκδηλη της αδυναμίας διεκπεραίωσης της πολιτικής ολοκλήρωσης ήταν πρώτον η αποτυχία της συνταγματικής συνθήκης και δεύτερον η τοποθέτηση «low profile» πολιτικών προσώπων στις θέσεις κλειδιά της Ένωσης.
Η κρίση στην Ευρώπη κατά την προσωπική μου άποψη δεν είναι αμιγώς οικονομική. Είναι ένα συνονθύλευμα εγγενών αδυναμιών της ΟΝΕ και της Πολιτικής ατολμίας για εμβάθυνση. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συνέβαινε εάν το 1992 μαζί με την Νομισματική προωθούνταν και η Οικονομική Ενοποίηση. Το σίγουρο είναι πως μια τέτοια κίνηση,θα έβρισκε την Ένωση καλύτερα οχυρωμένη έναντι στην κρίση χρέους,ίσως και να την άφηνε αλώβητη. Προς το παρόν,η λύση στην κρίση προσπαθεί να δοθεί μέσω ήδη γνωστών και -κατ’ εμέ- αποτυχημένων μεθόδων. Ίσως η πολιτική ένωση να είναι ένα βήμα,η αρχή του τέλους της κρίσης. Το μόνο σίγουρο είναι πως οποιοσδήποτε και αν είναι ο χαρακτήρας της τελικής λύσης,θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σιγουριά,ευθύνη και μία νέα πτυχή για τα ευρωπαϊκά πράγματα:αληθινή ματιά στις κοινωνίες,μακριά από τους ελιτισμούς των Βρυξελλών.