
Η έκφραση ‘το κακό νόμισμα διώχνει το καλό’ είναι μια αυταπόδεικτη οικονομική αρχή,γνωστή στους οικονομολόγους ως ‘νόμος του Gresham’,αν και ο Gresham (1518-1579) ουδέποτε διεκδίκησε την πατρότητά της. Αυτήν τού την απέδωσαν οικονομολόγοι μεταγενέστερων γενεών,όταν περί τα μέσα του 19ου αιώνα βρέθηκε χειρόγραφό του χρονολογούμενο το έτος 1560. Την εποχή,δηλαδή,που η μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας είχε αρχίσει να γίνεται του συρμού στη Δύση. Είναι,επομένως,εμφανής η πηγή απ’ όπου ο Gresham εμπνεύστηκε τον ‘νόμον του’,όπως άλλωστε έπραξαν και πολλοί άλλοι Ευρωπαίοι διανοούμενοι την εποχή της Αναγέννησης,αλλά και μετέπειτα.
Πράγματι,ο λεγόμενος ‘νόμος του Gresham’ ήταν γνωστός στους αρχαίους Έλληνες και αυτό το μαρτυρεί ο Αριστοφάνης στους ‘Βατράχους’. Όπου,ο Αριστοφάνης δεν κάνει βέβαια κανενός είδους οικονομική ανάλυση,αλλά απλώς χρησιμοποιεί την έκφραση ‘το κακό νόμισμα διώχνει το καλό’ (θεωρώντας την,προφανώς,οικεία στους Αθηναίους),θέλοντας με τον τρόπο αυτόν να παραλληλίσει το γεγονός ότι και στην κοινωνία εμφανίζεται ενίοτε το φαινόμενο ‘οι ανέντιμοι και ανάξιοι πολίτες να εκτοπίζουν τους έντιμους και ικανούς’. Λέει λοιπόν ο Αριστοφάνης στιχ. 717-733 (σε ελεύθερη απόδοση με σύντμηση κειμένου):
‘Πολλές φορές έχομε την εντύπωση πως η πόλη ετούτη έχει πάθει με τους καλούς και τίμιους πολίτες της ό,τι παθαίνουμε με τα παλιά νομίσματα όταν βγαίνουν τα καινούργια. Δηλαδή τα παλιά,που δεν είναι κίβδηλα,είναι καλοκομμένα και κουδουνίζουν όμορφα,κι έχουν πέραση παντού και σ’ Έλληνες και σε βαρβάρους,δεν τα μεταχειριζόμαστε πια,αλλά χρησιμοποιούμε τα καινούργια που είναι ευτελή,χάλκινα και κακοκομμένα. Έτσι γίνεται και με τους πολίτες. Αυτούς που ξέρουμε ότι είναι από καλή γενιά,είναι σώφρονες,τίμιοι και χρήσιμοι,αυτούς τους παραμερίζουμε και τους περιγελούμε και για όλα χρησιμοποιούμε πολίτες ανάξιους και παμπόνηρους,που παλαιότερα η πόλη δεν θα τους έκρινε κατάλληλους ούτε για αποδιοπομπαίους τράγους’.
Και συνεχίζει ο Αριστοφάνης με τον απαράμιλλο σατυρικό λόγο του (στιχ. 734-737):
‘Αντε λοιπόν ανόητοι,αλλάξτε τακτική και αξιοποιήστε πάλι τους χρηστούς και άξιους πολίτες. Και αν μεν πετύχετε,όλοι θα σας επαινούν. Αν πάλι αποτύχετε,καλύτερα είναι να τρώτε ξύλο από σώφρονες και ικανούς,παρά από ηλίθιους και τιποτένιους.΄
Οι ‘Βάτραχοι’ παίχτηκαν στα ‘Λήναια’ το 405 π.Χ.,περί τα τέλη του Πελοποννησιακού Πολέμου,σε μιαν εποχή κυριαρχίας των πολιτικών διαδόχων του μεγάλου λαϊκιστή και δημαγωγού Κλέωνα και εντεινόμενης παρακμής (πολιτικής,στρατιωτικής,κοινωνικής και πολιτιστικής) της Αθηναϊκής Δημοκρατίας,της οποίας την οδυνηρή για την πόλη συνέχεια ο Αριστοφάνης σατιρίζει στην κωμωδία του ‘Πλούτος’ (388 π.Χ.) και την καταδικάζουν αρκετοί άλλοι δημόσιοι άνδρες της εποχής (Δημοσθένης,Αισχίνης κ.λπ.).
Η αναδρομή σε μία περίοδο του ελληνικού παρελθόντος (που απέχει πάνω από 2.400 χρόνια) και η αναφορά στη ρήση του Αριστοφάνη περί ‘κακών πολιτών που εκτοπίζουν τους καλούς’ από τον δημόσιο βίο δεν θα είχε νόημα,αν δεν υπήρχε η εντύπωση ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Γεγονός που καταδεικνύει ότι ορισμένα ιστορικά φαινόμενα τείνουν να επαναλαμβάνονται,όταν συμβαίνει οι επικρατούσες συνθήκες να είναι ανάλογες και οι παράγοντες που συμβάλλουν στη δημιουργία αυτών των συνθηκών να είναι περίπου οι ίδιοι. Με τη διαφορά βέβαια ότι δεν είναι απαραίτητος ένας Αριστοφάνης για να φέρει στην επιφάνεια τα σημερινά παρακμιακά φαινόμενα. Όλα είναι σε κοινή θέα και σε “απευθείας ζωντανή μετάδοση”.
Οι πολιτικοί της εποχής εκείνης (τέλη 5ου-αρχές 4ου αι. π.Χ.) δεν είχαν τίποτε το κοινό με τους πολιτικούς άνδρες του παρελθόντος (Μιλτιάδη,Θεμιστοκλή,Κίμωνα,Περικλή και άλλους),των οποίων η άμεμπτη ηθική και ο άψογος πατριωτισμός εναρμονίζονταν με την ηγετική ικανότητα και τη δύναμη επιβολής στον λαό. Στην πολιτική σκηνή κυριαρχούσαν καιροσκόποι,φαυλοκράτες και δημαγωγοί της αγοράς,που,για να εξασφαλίζουν κομματική υποστήριξη,έτρεφαν τα πιο ταπεινά ένστικτα του αθηναϊκού λαού και συναγωνίζονταν σε παροχές και παραχωρήσεις που ήταν αντίθετες προς τις αρχές της πολιτικής ηθικής και επιζήμιες για το γενικό συμφέρον της πόλης.
Στην Εκκλησία δεν προσήρχοντο οι ικανοί και πεπαιδευμένοι,αφού η ενασχόληση με τα κοινά δεν εθεωρείτο πλέον καθήκον των καλών πολιτών. Σύχναζαν οι αργόσχολοι και οι κατωτέρου πνευματικού επιπέδου,οι οποίοι δεν ήσαν ικανοί να κατανοήσουν τα κρίσιμα προβλήματα της πόλης.
Οι ισχυρές οικονομικές τάξεις απέβλεπαν μόνον σε οικονομικά οφέλη,τα οποία χρησιμοποιούσαν για την εξυπηρέτηση πολιτικών επιδιώξεων και την απόκτηση έτσι ακόμη μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης,ενώ συγχρόνως προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αποφεύγουν την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεών τους. Έτσι,ενώ οι πολίτες εξηντλούντο με καταθλιπτικές φορολογίες και υποχρεωτικές εισφορές χάριν των πολεμικών αναγκών της πόλης,ο Δήμος διεσπάθιζε το δημόσιο χρήμα για να πληρώνει αργόσχολους που αρέσκοντο να παρακολουθούν δημόσια θεάματα.
Αυτά τότε. Μήπως όμως και τώρα;