
Στην αρχή είπαν ότι ήταν το ραδιόφωνο. Μετά κοίταξαν με τρόμο την τηλεόραση. Έπειτα,με την έλευση του διαδικτύου,κατάλαβαν ότι το τέλος έχει γραφτεί. Οι εφημερίδες – με την παλιά έννοια – είχαν τελειώσει.
Στα πρώτα χρόνια της ‘συνύπαρξης’,οι εφημερίδες προστάτευσαν το περιεχόμενό τους,διατηρώντας τις απέραντες ιστοσελίδες του δικτυακού τους τόπου άδειες. Μετά άρχισαν να γεμίζουν τον χώρο με ειδήσεις του χθες. Αργότερα,συνδύαζαν τρέχουσα ροή με την ύλη του έντυπου προϊόντος. Σήμερα,γνωρίζουν ότι το site είναι πλέον πιο σημαντικό από τη μεγάλη “εφήμερη” γεροντοκόρη-αδελφή του.
Όταν αναφέρεις στους Αμερικανούς ή τους Άγγλους την έννοια του εφήμερου (ephemeral),ενθουσιάζονται. Θεωρούν ιδανική την ονομασία που έχουμε δώσει στην εφημερίδα στην ελληνική γλώσσα,τέλεια για την προορισμό και τη μορφή του προϊόντος. Οι ίδιοι τις αποκαλούν απλά «χαρτιά των ειδήσεων» (newspapers). Στην ελληνική,ο όρος εκφράζει με ακρίβεια,αλλά και έντονο συμβολισμό ένα προϊόν το οποίο γεννιέται και πεθαίνει την ίδια ημέρα.
Σε περιόδους κρίσης και ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών,ιδιαίτερα στην επικοινωνιακή βιομηχανία,η έννοια του εφήμερου τείνει να περιγράψει και κάτι ακόμη. Κάτι πιο ευαίσθητο από το περιεχόμενο των ειδήσεων,και του τρόπου με τον οποίο αυτές «στρώνονται» στα προγράμματα σελιδοποίησης. Περιγράφει το ίδιο το ανθρώπινο δυναμικό. Τους συντάκτες,τους βοηθούς,τους ρεπόρτερ,τους μαθητευόμενους,τους νέους από τα «εργαστήρια»,τις χιλιάδες πτυχιούχων επικοινωνιολόγων,οι οποίοι προσέγγισαν όσο ήταν δυνατό (στην Ελλάδα) τον ακαδημαϊκό χώρο της δημοσιογραφίας και που μόλις πριν από λίγα χρόνια έπιασαν για πρώτη φορά πληκτρολόγιο με σοβαρό σκοπό. Όλοι αυτοί δοκιμάζονται από τις αλλαγές και τις δομικές αναπροσαρμογές του χώρου. Στην ίδια θέση βρίσκονται και οι παλαιότεροι του επαγγέλματος. Εκείνοι που σκέφτονται καλύτερα στο χαρτί. Αλλά και άλλοι,οι οποίοι είναι φτασμένοι αρκετά,ώστε να μην ασχολούνται με τα τετριμμένα.
Η τεχνολογία τους προκαλεί,τους αναστατώνει και εντέλει τούς προσπερνά όλους αν οι ίδιοι δεν ασχοληθούν με τη δια βίου προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα και τις τεχνικές. Μαζί και τα αφεντικά,που δεν ξέρουν πως να χειριστούν την αλλαγή. Θριαμβευτές του εμπειρισμού,πάσης φύσεως προέλευσης,δεν έχουν περιθώρια για επιμόρφωση. Τις εξελίξεις τις έχουν αφήσει στους μυημένους ή στα μεγαλο-στελέχη. Οι ίδιοι ασχολούνται με την υψηλή πολιτική,θεωρώντας ότι επηρεάζουν τις τύχες της χώρας. Στο χάλι που βρισκόμαστε,μπορεί και να το πράττουν.
Σήμερα,μόλις 3 στους 10 Έλληνες πιάνει καθημερινά στα χέρια του εφημερίδα. Η καθημερινή αγορά είναι κλινικά νεκρή. Διατηρείται μόνο και μόνο για τις αποδελτιώσεις που διοχετεύονται στα κέντρα εξουσίας και την μικρή συμμετοχή της στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της ημερήσιας ατζέντας. Όποιος ισχυρίζεται ότι η αγορά του Σαββατοκύριακου είναι ισχυρή,η απάντηση είναι ότι,με ελάχιστες εξαιρέσεις,ο κλάδος θα μπορούσε να καταποντιστεί μέσα σε δύο μήνες,αν έλειπαν τα δώρα και οι προσφορές. Η δε λανθάνουσα αγορά του free press,παραμένει …λανθάνουσα.
Στην Ελλάδα των δεκάδων εφημερίδων,των πολλών τηλεοπτικών καναλιών και των αμέτρητων περιοδικών,που διατηρούνται με πείσμα στην κυκλοφορία,η διαδικασία της δημιουργικής καταστροφής έχει ξεκινήσει προ πολλού.
Σε λίγα χρόνια οι καθημερινές χάρτινες εφημερίδες θα μάς έχουν απαλλάξει από την παρουσία τους. Θα έχουν απομείνει οι αντίστοιχοι ιστότοποι και οι Κυριακάτικες εκδόσεις. Η δεύτερη αγορά θα είναι αυτή του Σαββάτου. Το περιεχόμενο θα επαναπροσδιοριστεί,προκειμένου να κερδίσει επιπλέον κοινό,ενσωματώνοντας όλο και περισσότερα συμπληρωματικά έντυπα,πιέζοντας τις δευτερεύουσες αγορές.
Έως σήμερα,οι ελληνικές εφημερίδες ζούσαν σε μία από τις προστατευμένες αγορές διεθνώς. Αγγελιόσημο,επιδοτήσεις,κρατική διαφήμιση,ισολογισμοί,υπέρογκος τραπεζικός δανεισμός,και άλλες,λιγότερο διαφανείς συναλλαγές,που ούτε οι υπουργοί δεν μπορούν να ακουμπήσουν.
Με λίγα λόγια αντλούν πόρους από το κράτος μέσω παρωχημένων διατάξεων του παρελθόντος και υψηλού επιπέδου πελατειακής σχέσης με τους διαχειριστές του δημοσίου χρήματος.
Το πάρτυ όμως έχει τελειώσει. Την πρίζα την τράβηξε ο Τόμσεν όταν έφτασε στην Ελλάδα. Και όταν η μουσική σταμάτησε,οι καρέκλες που είχαν απομείνει ήταν πολύ λιγότερες από παλιά.
Και για τα αφεντικά,αλλά και τους συντάκτες…