
Τελευταία,ο πολιτικός κόσμος της χώρας αγωνιά για τη χρηματοδότηση των κομμάτων. Χωρίς το μαγικό χρήμα,τα πάντα μπορεί να συντριβούν. Κόμματα και πολιτικοί. Ουδείς ενδιαφέρεται για την ουσία του θέματος. Ποιο,λογικά,οφείλει να είναι το πλαίσιο χρηματοδότησης. Η συμμετοχή του κράτους. Τα ποσοστά. Το αδιαφανές της υπόθεσης. Παλαιότερα,τα μεγάλα κόμματα χρηματοδοτούνταν από μεγιστάνες του πλούτου,δημιουργώντας την εικόνα στον λαό ότι τεχνηέντως ενισχύονταν κόμματα ή πολιτικές προσωπικότητες που στο τέλος της μέρας δεν θα εργάζονταν για το κοινό συμφέρον,αλλά γι’ αυτό των μεγιστάνων. Σήμερα,και ύστερα από αλλεπάλληλες ζυμώσεις,αποκαλύψεις,σπατάλες και αδιέξοδα ζητείται από τον πολιτικό κόσμο να δεχτεί τη μείωση της χρηματοδότησης των κομμάτων κατά 25%. Μια πρόταση που δεν είναι καινούργια,πηγαίνει πίσω σε εποχές παχυλών αγελάδων,αλλά που ουδέποτε υιοθετήθηκε γιατί προσέκρουε στην αντίδραση όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων.
Στην Ευρώπη,ο πολιτικός κόσμος έπειτα από σοβαρές αμφιταλαντεύσεις (το παράδειγμα της Γαλλίας είναι σημαντικό) έχει θεσπίσει ένα αποδεκτό πλαίσιο λειτουργίας της χρηματοδότησης των κομμάτων. Αντιθέτως,στις ΗΠΑ οι εκλογές υπήρξαν πάντοτε πολυδάπανη υπόθεση,αλλά αυτή τη φορά προβλέπεται να ξεπεράσουν κάθε όριο φαντασίας. Το χρήμα ρέει άφθονο προς τους Ρεπουμπλικανούς. Διαβάζω σε ρεπορτάζ του πολιτικού γαλλικού περιοδικού “Le Point”για τον Σέλτον Αντελσον. Ο Αντελσον είναι πάμπλουτος,πλησιάζει τα 80,τρελαίνεται για τα καζίνο,απ’ όπου έκτισε την αυτοκρατορία του χρήματος,αλλά τρελαίνεται και για τον Ρεπουμπλικανό Νιουτ Γκίνγκριτς,προς τον οποίο τον περασμένο μήνα δώρισε το ποσό των 11 εκατ. δολαρίων (το μεγαλύτερο στην ιστορία των αμερικανικών εκλογών),διατηρώντας τον εντός της προεκλογικής εκστρατείας. Ο Αντελσον λατρεύει το Ισραήλ και όταν άκουσε τον Γκίνγκριτς να δηλώνει ότι οι Παλαιστίνιοι είναι ένας “κατασκευασμένος λαός”κι αν εκλεγεί θα μεταφέρει την αμερικανική πρεσβεία από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ,συνειδητοποίησε ότι ο παλαιοκομματικός Ρεπουμπλικανός αξίζει όλα τα λεφτά!
Ο Γκίνγκριτς δεν είναι ο μόνος υποψήφιος που γίνεται αποδέκτης του χρήματος των Super-Pac (Μεγάλες Επιτροπές Πολιτικής Δράσης,όπου καταλήγει το χρήμα των ιδιωτών). Μεταξύ δύο σαφάρι κροκοδείλων στην Τανζανία,ο επιχειρηματίας από την Πολιτεία του Ουαϊόμινγκ Φόστερ Φρις επέλεξε να χρηματοδοτήσει τον έτερο υποψήφιο της Δεξιάς Ρικ Σαντόρουμ με το ποσό του ενός εκατ. δολαρίων. Οι Επιτροπές γλιτώνουν τους χρηματοδότες από εμπλοκές. Ο Φόστερ Φρις έχει περάσει τα 70,θυμίζει κλασικό καουμπόι,ανήκει στους Ευαγγελικούς,κοιμάται με τη Βίβλο και διακηρύσσει πως ο Θεός τον συμβουλεύει πώς να διαχειρίζεται την περιουσία του. Ιδού,λοιπόν,γιατί επέλεξε τον καθολικό υπερσυντηρητικό πολιτικό Ρικ Σαντόριουμ. Χρήματα αρκετά,περίπου 2,6 εκατ. δολ. έχει δεχτεί και ο άλλος υποψήφιος Ρον Πολ,εκπρόσωπος των λιμπερτάριανς. Χρηματοδότης του,ο δισεκατομμυριούχος της “Σίλικον Βάλεϊ”Πίτερ Τιλ (Paypal –Facebook για τους γνωρίζοντες). Ο Πίτερ Τιλ χρηματοδοτεί τη δημιουργία offshore αποικιών πάνω σε πλοία και πλατφόρμες,προκειμένου να αποφύγει τη φορολογία,είναι δε ολίγον έως πολύ ανεκδιήγητος,αφού διατείνεται ότι από τη στιγμή που οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου,η δημοκρατία υπέστη ρωγμές!
Σε προεκλογικές εκστρατείες αυτής της εμβέλειας,όπου το ηθικό περιεχόμενο εξανεμίζεται,τίποτα δεν είναι καλό καγαθό. Αποτελεί δε κοινό μυστικό ότι αυτήν την εποχή,ετερόκλητοι μηχανισμοί συνασπίζονται,στοχεύοντας στη μη επανεκλογή του Ομπάμα. Πολλοί χρηματοδότες,οι οποίοι δεν επιθυμούν να γίνουν γνωστά τα ονόματά τους,ταμπουρώνονται πίσω από θεσμούς,όπως το αμερικανικό εμπορικό επιμελητήριο ή όπως στο παρελθόν η οργάνωση συμβούλων του Μπους,όπου δόθηκαν πάνω από δέκα εκατ. δολ. σε διαφημιστικό υλικό εναντίον του Ομπάμα. Ή όπως το 1996,όταν Κινέζοι πράκτορες καταδικάστηκαν επειδή διοχέτευσαν χρήμα προς τους Δημοκρατικούς για την επανεκλογή του Μπιλ Κλίντον. Πάντως,οργανώσεις που μάχονται για την αλλαγή του τρόπου χρηματοδότησης των κομμάτων θεωρούν ότι τα Super Pac αντιπροσωπεύουν τα πιο επικίνδυνα λαγούμια της διαφθοράς στις ΗΠΑ,αποκαλώντας τα “τερατουργήματα”.
Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή,18.3.2012